Τρίτη 28 Απριλίου 2015

ΑΦΕΣΜΟΣ: μια ποιητική συλλογή



 Δυο λόγια για τον αφεσμό

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010. Ο Έκτορας Κακναβάτος, κηδεύεται στις τρεισήμισι το απόγευμα, στο νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου στην Αθήνα. Δεν είμαι άξια εγώ να τον παρουσιάσω, διαβάστε την ποίησή του και τον αποχαιρετισμό που εκφώνησε ο Σάββας Μιχαήλ στην κηδεία του: http://agrapublications.blogspot.com/2010/11/blog-post_19.html 

 

Για μένα που ταξίδεψα στο τοπίο της ποίησής του και της σκέψης του, της μόρφωσής του και των συναισθημάτων του, της γλώσσας, των εννοιών και των ηχοχρωμάτων του, για μένα ήταν αγαπημένος. Αγαπημένος όσο ο Καβάφης, ο Κάλβος, ο Καρούζος, ο Εμπειρίκος…. Πια δε θα ξαναγράψει κι αυτό με πονάει. όσο με πονάει κι ότι χάθηκε ένας ακόμη αγωνιστής, ένας ακόμη ασυμβίβαστος. 

 
Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010 χτυπάει το τηλέφωνο στο γραφείο. Η πρώτη μου, η μοναδική μου ποιητική συλλογή, τυπώθηκε, μπορώ να παραλάβω τα βιβλία, να τα κρατήσω στο χέρι. «Στις τρεισήμισι θα τα έχει έτοιμα…» 

Το Σύμπαν είναι σουρεαλιστής καταλήγω προσπαθώντας να πολεμήσω τη συγκίνηση, να βάλω σε λόγια τα μέσα μου κύματα, να τα εμφιαλώσω. 

Τι νιώθω; Αγάπη νιώθω, ναι, τόσο μελό. Όχι θλίψη, όχι χαρά, αγάπη. Μια γλυκιά, σιροπιαστή πληρότητα!

Αποφάσισα να εκδώσω τα μόλις 31 ποιήματά μου, όταν διάβασα το βιβλίο Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΙΑΛΕΞΗ, τη διαθήκη ενός ανθρώπου καταδικασμένου σε θάνατο από καρκίνο. Ν’ ακολουθήσω την προτροπή του να πραγματώσω τα όνειρά μου. Από τη στιγμή που το αποφάσισα όλα ήταν με το μέρος μου. 

Άνθρωποι που απλώς γνώριζα (και που δε γνώριζαν την ποίησή μου) με διευκόλυναν, μου τα έδωσαν όλα στο πιάτο και δωρεάν.Ακόμα και η φωτογραφία στο εξώφυλλο που ούτε παραγγελία να την είχα κάνει. 

Διακόσια αντίτυπα τυπωμένα, να τα χαρίσω, να τα πάω στα βιβλιοπωλεία να μεταφέρουν την ψυχούλα μου και το πνεύμα μου σε φίλους και σε αγνώστους, ο πρώτος αφεσμός του μελισσιού που είναι η Κατερίνα. 

Κουβαλάει μαζί του αυτός ο αφεσμός το μέλι που μάζεψα τρυγώντας το νέκταρ καλλιτεχνών, επιστημόνων, διανοητών αλλά και το νέκταρ της ζωής, βιώματα που ανθίζουν στο παρόν ή πιο μετά, μέσα στο λίπασμα της μνήμης. Ελπίζω ότι θα ζήσει έξω από μένα αυτό το μελισσάκι, ότι θα βρει φωλιά, ότι θα το καλοδεχτούν. Δεν είχα άλλη επιλογή απ’ το να το αφήσω να πετάξει… 







 Τα 31 ποιήματα του "Αφεσμού"




ΤΡΙΒΗ





Η συνάθροιση απόψε μηρυκάζει

      χρόνους και πραγματικότητες

άλλοτε κοινούς

                   - τώρα κοινότοπους



Πίσω από την ειρωνεία ο φόβος



Μήπως η ρήξη συμβεί στ’ αλήθεια



Μήπως είναι αυτή η νύχτα που θα μας φέρει

        μόλις ένα γέλιο μακριά

            απ’ τη μοναξιά













ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ





Επιμένω

την άρνηση ως περιφρόνηση



το διάφραγμα ως κήτος υφάλμυρο

           

            τη γαλήνη ως μεταίχμιο θανάτου





Επιμένω το χρόνο

που αντιστέκεται τη ροή των κυττάρων



Επιμένω την αντίσταση του σώματος

υπεράνω ευτροφισμού



Επιμένω

ως υπογραφή δυσανάγνωστος

            ως κλάσμα απείρου          

ως δόνηση σωματιδίων



επιμένω

την πιθανότητά μου μέχρις εσχάτων













ΔΙΑΘΕΣΗ






Όπου η άνοιξη συνοψίζεται ως

ήχος καλαμένιας φλογέρας

κι ο οργανοπαίκτης αναλύεται ως

δίνη αδιαφοροποίητου φωτός:





Το στίλβον κέλυφος των ονείρων

ηχείο μαζί και καθρέπτης.          










ΕΚΚΡΕΜΕΣ




                                                                        Στο Στέλιο



Στη χαρά ακονίζω την αίσθηση

Τη φευγαλέα πληρότητα



Ως να πετάξει η Σαλώμη το έβδομο πέπλο της

ν’ αποκαλυφθεί ο σγουρός καρπός

και να κυλήσει η κεφαλή



Ώσπου να μετατοπιστεί ο ορίζοντας

και να ξεχαστεί η γεύση απ’ τη γλώσσα



Κι η κεφαλή ν’ αρχίσει να διηγείται



 
 



Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ



                                                                                    Στη Μάγδα και στη Μάγδα






Υφαίνει όλη μέρα θεωρίες

με κλωστές που ξηλώνει απ΄ το είναι της

Μονάχη σε μια κάμαρα που βλέπει πέλαγο



Στην αυλή οι μνηστήρες γλεντοκοπούν αμέριμνοι

Ξέρουν πως το βράδυ

θα ΄ρθει να  κυλιστεί  μαζί τους

πάνω στ’ αποφάγια και το χυμένο κρασί

κι οι κραυγές της ηδονής της θ’ ακουστούν

μέχρι τον Όλυμπο



Δεν του χρωστάει τίποτα του Οδυσσέα

-ώρα του καλή εκεί που βρίσκεται,

 σε ξένη αγκαλιά ή στον Άδη-



Μήτε του σγουρομάλλη γιου της

Έχει τίποτα ν’ απολογηθεί



Και οι θεοί έτσι κι αλλιώς θα την κρίνουν



Το σάβανο που υφαίνει πλέκοντας με τέχνη τις λέξεις

είναι για την ψυχή της












ΑΦΕΤΗΡΙΑ





Χορεύω τα τύμπανα του πόθου,

τις χορδές της ηδονής που καίγεται

σαν θυμίαμα

ανάμεσα στα σεντόνια,

τη φλογέρα της εγκατάλειψης



Κολύμπησα στη λίμνη του αφαλού σου

πέρκα νωχελική στο μαργαριταρένιο σπέρμα

κι αναδύθηκα Αφροδίτη



Το φεγγαρόφωτο πότισε τους τοίχους

και σταλάζει στις γωνιές

σα δάκρυ



Οι χρωματίδες στον πυρήνα σου σγουραίνουν



 

 


ΛΥΚΟΦΩΣ





Τις νύχτες που πέρασαν ανεπαισθήτως

τα πρωινά δίχως γεύση

τ’ απομεσήμερα δίχως κορεσμό

τα έχω φυλάξει.



Για κάποιο λόγο είναι πιο σημαντικά

            απ’ τις στιγμές που μεταλλάχθηκαν σε αναμνήσεις

πιο αποκαλυπτικά



Αυτά που δεν κατόρθωσες είναι αυτά που αξίζεις,

έτσι δεν είναι;












(ΕΠΙ)ΣΤΡΟΦΗ





Ταλαντώνεις τα χείλη σου ανάμεσα σε

                 σφίξιμο και χαμόγελο



Τώρα που η καμπύλη της αναμονής κατέρχεται

επιτέλους

πλησιάζοντας το γνώριμό σου άξονα



Και μοιάζεις ν’ αφουγκράζεσαι τις παλάμες σου

Χωμένος ως τις κνήμες

στο ήσυχο νερό της στιγμής…



Στο ινίο σου, τρυφερός και παλλόμενος,

ο παρατατικός της καταιγίδας.

















ΕΡΜΑ



                                                                                                Στον Κώστα




                       

Πόσο επίπονος ο αγώνας



Ενάντια στην πλάνη της ευτυχίας

τις παγίδες της αισιοδοξίας



Πόσο μάταιο φαντάζει



Να επιθυμείς την κατάργηση της επιθυμίας

Να σ’ αγκυλώνει το οξύμωρον

ως στέφανος εξ ακανθών

Να δίνεις χωρίς να μοιράζεσαι



Πόσο απλό να ζεις



Τις νύχτες ν’ αφουγκράζεσαι το βόμβο

Τις μέρες να δημιουργείς

Τ’ απομεσήμερα να κοιμάσαι



Και που και που να θυμάσαι την Εδέμ

Το παιδί που υπάρχεις



           

  
 

τραχινοια





Στη βάση του μάελστρομ ημίθεος

βαθύσκιωτος ο Αμφιτρίτωνας



Παίζει με τα γαστερόποδα

Αφουγκράζεται τις άγκυρες



Δικάταρτος ο φαλλός του αρμενίζει την άβυσσο

Επικονιάζει τους πολύχαιτους





Τόσες φορές που έλαμνε την αιγειαλίδα

Μόνος ανάμεσα στα ηφαίστεια

Πια δε θυμάται που μικρός του Ποσειδώνα τ’ άτια

ίππευε κρυφά



Μήτε την κόμη την αφρόεσσα των Νηρηίδων





Έγκαυλος πλην νηφάλιος από συνήθεια

νωχελικά   βόσκει τα κήτη

και τις εκατόμβες των πνιγμένων
















ΟΣΤΕΟΦΥΛΑΚΙΟ



                                                                           

                                                                                                Στη Γωγώ





Στην αναχώρηση γυρεύοντας το επιμύθιο

                                    -αντί ναύλου

τις παρακαμπτήριες των αναμνήσεων

τις κλειστές πόρτες



Η σιωπή σου ίσα που ράγισε τελικά

τα χέρια σου φτερούγισαν                                  



Ας ενδώσουμε λοιπόν στη δυσκοιλιότητα

Ας υπογράψουμε αντ’ αυτών



Κι ας δρέψουμε τη λήθη

















ΔΙΧΑΛΑ







Ο μίτος που σου δόθηκε δεν είναι ωστόσο πυξίδα

Μπορείς βεβαίως να γυρίσεις στην αφετηρία

Να πας τόσο μακριά

ως εκεί που τελειώνει το νήμα



Μα εσύ κάτι άλλο επιθυμούσες




Και τώρα που έφτασες στην άκρη είν’ ώρα να διαλέξεις



Σκέψου:



Έτσι κι αλλιώς κανείς δε σε προσμένει

Μήτε Αριάδνη μήτε Αιγέας



Ίσως μονάχα ένας Μινώταυρος

να έχει δέσει το ριζικό του

με το δικό σου

και να σ’ αναζητά



Ή ίσως ένας Θησέας         














ΣΦΑΛΜΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ







Ανηφόριζε ανάλαφρα την ώχρα του φθινοπώρου

Τη θλίψη που συσσωρεύεται

στις κόγχες του χρόνου



΄΄ Είμαι η δόνηση που καταστρέφει την αρμονία΄΄

εξομολογούνταν ντροπαλά στους φίλους

κι επέστρεφε στις παρενθέσεις



΄΄ Είμαι πυξίδα σ’ ένα πλανήτη δίχως πόλους’’

διαμαρτύρονταν σ’ όποιον ασκούσε κριτική

και καταχρώνταν τα φωνήεντα

χωρίς ενδοιασμούς



Οι νύχτες μεγάλωναν στον κήπο κι άνθιζαν 
Απαρατήρητες


Ονειρευόταν τροπικές θάλασσες και βορινές παλίρροιες,

τα ρεικοτόπια της Σκωτίας, τη συμπληγάδα ομίχλη.

Κατέφευγε στο λόγο,

πεπεισμένη πως μπορεί να κβαντωθεί

αρκεί αυτό να είχε σημασία



΄΄Σημαίνον, σημαινόμενο, σημαντικό

            ιδού η απροσδιοριστία…΄΄



μονολογούσε καθώς λάτρευε να παραφράζει

και μέμφονταν τις τελείες

.













ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΜΗΔΕΝ







Καθ’ οδόν απώλεσε τη ρομφαία

Έπειτα την αιγίδα

Τελευταία την προσευχή



Πλέον ο λόγος ήταν ο λόγος

της ύπαρξής του



Στυφός και άλεκτος

Μα επίμονα διαλεκτικός



Απευθυνόταν ακόμη



Μοναχικός Θεός μπρος στον ορίζοντα των γεγονότων












ΕΠΙΝΙΚΙΟ





Και τι τάχα να συνέβη ως βρέθηκαν μόνοι

ο Μενέλαος και η άπιστη πλην ωραία Ελένη;



Τι να διηγήθηκαν τα κορμιά

τι ν’ αποσιώπησαν τα στόματα;



Υγράνθηκαν πρώτα οι γλαυκείς οφθαλμοί

ή το πολυφιλημένο αιδοίο;



Ήτανε θύελλα ή σιγανή, γλυκόπιοτη βροχή;



Η πρώτη εκείνη νύχτα στη σκηνή

η ανεκδιήγητη















ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ







Καθιστή ανάμεσα στο σούρουπο και τη νύχτα

αποκοίμιζε στον κόρφο της ένα τραγούδι

πριν το καταπιεί



κι άλλοτε τόξευε τις πυγολαμπίδες














ΠΟΛΙΤΕΥΘΕΙΣ ΑΝΗΡ






                                                                                    Στο Σπύρο





Απόλυτος και άπλυτος

Το μέγα σπάργανο

Ο νέος κηρηθροφορέας



Να χρισθεί αρχιεπίσκοπος αυτεπαγγέλτως

Να απαγγείλει Εμπειρίκο εν πλω

Και καβάλα σε στίλβον ποδήλατο

να συνουσιασθεί



Παρεμπιπτόντως ας εντρυφήσει

            σε ρόδακες αχερούσιους

ας δημοσιευθεί σε συνέχειες

πλην όμως ας μην υποκύψει

σε αναλύσεις σπέρματος.



Ωραίος ως Έλληνας.

















ΕΙΔΩΛΟ






Στο ίζημα της καθημερινότητας

διδάσκομαι ν’ ανιχνεύω

            την εμβέλεια της ύπαρξής μου



Δεν έφυγα ποτέ από την Ιθάκη

            αφού εκείνη ως πόλις με ακολουθεί

κι οι βάρβαροι γνωρίζω πως δεν είναι λύσις.



Ελπίζω έστω να γράψω μόνη μου

το ΄΄ Κατερίνας Τάφος΄΄

ως γκράφιτι πάνω στα Τείχη














ΤΕΛΕΤΗ






Την τρίτη φυλακή της νύχτας θυμήσου

ν΄ ανασύρεις τα νηπενθή

τον κόρακα του Πόε

τα  πράγματα του  Ρίλκε



Αράδιασέ τα ταχτικά πάνω στο βελούδο

Αφουγκράσου :

Ο φλοίσβος αλάνθαστος, γυμνός ωσάν παρανυχίδα


 χρωματιστός σαν τα κουάρκ

 πιο δυνατός απ’ την κραυγή του Πάνα

κι απ’ των φυκιών την ευωδιά



Ο ήχος ο μέγας της μοναξιάς σου



                       










WHITE RABBIT II







Μέσα στον καθρέφτη και πίσω πάλι

Ο Χάμπτυ Ντάμπτυ  παρέα με το Λακάν

σκαρφαλωμένοι στον τοίχο

και τελικά δόκτωρ Σρέντιγκερ η γάτα

είναι μεν εκεί

μα το χαμόγελό της είναι αλλού















ΓΙΟΡΤΙΝΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ







Χαράματα της χιλιετηρίδας

ο όρθρος ανηφόριζε να συναντήσει το σέλας.



Τοπίο παγωμένο, πιγκουΐνοι με σμόκιν.

αλκοόλ με φυσαλίδες

κι ο καπνός σχημάτιζε

παράξενους ελκυστές

στην οροφή του κόσμου.



Εκεί όπου ο άξονας αγκυλώνει το άπειρο

κι εκείνο φωτορραγεί

















ΕΦΑΠΤΟΜΕΝΗ






Κι ως πήρε ν’ ανεβαίνει η πυρά

                                    κατάσαρκα



Κι αρωματίστηκε ο καπνός γυναίκα

                                    αδικοθάνατη



Ο Galileo κρυφοκοίταζε

                        την άψυχη Σελήνη.












ΝΟ[σ]ΤΟΣ



                                                                                                Στο Νίκο





Με περονιάζει η γλύκα σου.

Κυλά στη ραχοκοκαλιά μου

σαν παλιό ταγκό

την ανασαίνω μπαίνοντας στο σπίτι

τη μυρίζουν πάνω μου οι ξένοι



δεν τη χορταίνω…



Τα μεσημέρια που φυσά

αρσενοκοίτης νότος

η κάψα της ερήμου εισβάλει στην κρεβατοκάμαρα

Οι κουρτίνες φτερουγίζουν

μόλις αγγίζοντας

την ιδρωμένη κοιλιά

τους χνουδωτούς μηρούς

 τις ανοιχτές παλάμες



Ο έρωτας μουσκεύει τα σεντόνια

Αρχαίες μέλισσες  παραστέκουν ευλαβικά

Τρυγάνε το περίσσευμα

σκορπίζοντας το μέλι σου στην Ωγυγία



Όπου μονάχη η Καλυψώ θυμάται.














ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ







Ταξιδεύω τον κόσμο μου.

Πότε νιώθω παρατηρητής

                        και πότε φαινόμενο.

κι η μόνη διαφορά

            είναι στο πως με νιώθουν οι άλλοι.














ουροβοροσ   κοιτη


            [ένας μικρός ζεν διάλογος]







-Τραγούδησέ το μου,

διώξε τη μετάνοια,

όρισε τη ζωή:



“Ο λώρος σφαδάζει πάνω στα λευκά πλακάκια

 το βέλος του χρόνου σχίζει το διάστημα

Αναζητήστε το βρέφος

τον τοξότη

την άγνοιά σας.”
















ΕΙΡΚΤΗ







Τι  ονειρεύτηκαν απόψε τα δελφίνια;



Ο λοβοτομημένος ύπνος τους

ισορροπεί  τις θύελλες

στο μεσοαστρικό κενό



Όπου η άχρονη μοναξιά του αδοβάτη Ορφέα

περιπλανιέται γράφοντας μουσική με τα νετρίνα





















ΑΔΡΑ


Άδρα : η ρυτίδωσις της επιφανείας της θαλάσσης εκ των νηχόμενων ιχθύων





Στο τέλος της συνομιλίας η αναμονή έπαλλε

όπως αναρωτιούνται όλοι οι ωρολογιακοί μηχανισμοί

Η λέξη που δεν ειπώθηκε

οδυνηρά παρούσα



Ψηλά  αγεροκρέμαστο γεράκι κυνηγάει

Οι αρχαίοι ναοί περιχυμένοι ήλιο

γεμάτοι ψιθύρους και φωλιές αστραφτερών φιδιών



Κοιτάζονται με τα δόντια

Ο απόηχος μεγάλος σαν εμβαδόν ηπείρου αχαρτογράφητης

Γεμίζει τη σιωπή

Γκρεμίζει τη σιωπή



Ο δρόμος πέφτει απ’ το γκρεμό στη θάλασσα

Μια ακτή σύντομη σαν άρνηση

        στενή σαν πύλη που οδηγεί

      Άμμος από τριμμένα κοχύλια και γεωλογικό χρόνο



Μονάχα η σύγκρουση κι όχι η παρηγοριά

Το τέλος της αρχής κι όχι αρχή του τέλους

Αμοιβαιότητα

Τουτέστιν σύνθεση



Κάτω απ’ τα εφτά πέπλα του νερού

                                  ο ακύμαντος βυθός

Η λιτανεία των καρκινοειδών που τρέφονται στη λάσπη

  Η φλυαρία των ψαριών ανάμεσα στις ανεμώνες και τα κοράλλια

         Εδώ οι μνήμες μεταβιβάζονται με κίνηση Brown




ΕΠΙΛΟΓΟΣ:



Η λέξη ειπώθηκε.

Δεν έχει σημασία ποιος την είπε.

 


Η αφήγηση δεν έχει τέλος


                                                           

 





ΑΜΕΙΨΙΣΠΟΡΑ









Επ’ ώμου αντίλαλος



Τραγωδώ τη σοφιστεία των αντιπασχόντων

Την ματαιοδοξία των ταπεινών



Εξιλαστήριο εκκρεμές ο λόγος μου

            -άλλοθι φιλοσοφίας !



Τι νόημα άλλο θα ’χε η αλήθεια

Παρά να νοηθεί ο θάνατος ως σημείο στίξης;








 






ΗΜΙΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ    π





Απ’ όσο γνωρίζω οι ώρες περνούν τριποδίζοντας

παράλληλα προς το κατώφλι μου



Έχει καιρό να βρέξει κι οι οπλές τους σηκώνουν σκόνη

Τα λουλούδια κρέμονται μαραμένα, τα πουλιά αιωρούνται                                 



Ένα μικρό αρθρόποδο με συντροφεύει

Σκάβει ακούραστα την πλήξη τρίζοντας σαν κελί



Το φως υπεκφεύγει

Αποφαίνεται αντί να αποκαλύπτει

Μονάχα η σκιά εκφράζεται με σαφήνεια

Περιγράφει

Αφορίζει



Το εμβαδόν του χρόνου

            ανάπτυγμα κυοφορούσας μήτρας            







                   











ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ







Τούτο το φθινόπωρο έχει το χρώμα

και το ιξώδες του μελιού

Σαν γλώσσα ζεστό, απαλό σαν ίσκιος



Αργά θα γδυθώ

Να βαπτιστώ ξανά

στο ποτάμι του Ηράκλειτου



Θα βγω να περπατήσω στο δάσος με τις μύριες αποχρώσεις

Κι ο άνεμος, ψυχρός κάτω απ’ τον ήλιο,

θα πάρει τις σταγόνες

να φτιάξει  μια μικρή βροχή στο παραθύρι σου

Μόνο για σένα



Έπειτα θ’ ανατείλει το φεγγάρι

Θα γυρίσω σπίτι να μαγειρέψω

Ο μούστος θα μουρμουρίζει απ’ το βαρέλι

Τα ρόδια θα καμώνονται στη ροδιά

Μαζί θ’ ανάψουμε τη σόμπα για τη νύχτα

να κοιμηθούμε αγκαλιά ξεσκέπαστοι

Η ευωδιά του έρωτα θα σμίγει με τ’ αγιόκλημα



Κι όταν ξυπνήσεις θα με πεις

Με το καινούργιο όνομά μου












ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ 






Είμαι η λέξη μου




Ήχος που ερωτεύεται
            να ενταχτεί σε μια γλώσσα
που αρνείται να πολυμεριστεί σε ιδιόλεκτο





 Είμαι  η σιωπή μέσα  στη λέξη μου

Μερίδιο απ’ το  άβροτο κενό

το γόνιμο τίποτα που κυοφόρησε το σύμπαν





Είμαι η αστερόσκονη που σκέπτεται

η λάσπη που αισθάνεται





Είμαι το φως και η σκιά                                                               





Είμαι ο πίθηκος που γελάει

το δίποδο δίχως φτερά που δακρύζει





Είμαι  η άσωτη θυγατέρα του Θεού

Είμαι αυτή που θα πεθάνει χωρίς να ξέρει αν θ’ αναστηθεί





Είμαι ψηφίο, ψηφίδα, ψήφος

Είμαι πεδίο μάχης

Θύτης και θύμα...





Είμαι οι αναμνήσεις των Άλλων